ασυνόδευτος

ασυνόδευτος
-η, -ο
ο χωρίς συνοδό, ασυντρόφευτος: Στην εποχή μας τα κορίτσια γυρίζουν ασυνόδευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασυνόδευτος — η, ο (Μ ἀσυνόδευτος, ον) αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλο νεοελλ. 1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων 2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει… …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”